ὀξυμελίκρατον

ὀξυμελίκρατον
ὀξῠ-μελίκρᾱτον, [dialect] Ion. [suff] ὀξῠ-κρητον, τό,
A mixture of vinegar and honey, oxymel, Hp.Loc.Hom.17:—also [full] ὀξύμελι, ῐτος, τό, Id.Acut.19,59, Lys.Fr.42, Arist.Pr.922a6, cf. Dsc.5.14, Gal.15.677.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οξυμελίκρατον — ὀξυμελίκρατον και ιων. τ. ὀξυμελίκρητον, τὸ (Α) το οξύ μελί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μελίκρατον «ποτό από μέλι και νερό»] …   Dictionary of Greek

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”